εγκώμιο

εγκώμιο
Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου μπορούν να χαρακτηριστούν ε., στον βαθμό που απευθύνονται σε νικητές αγώνων. Μάλιστα ο ίδιος ο ποιητής συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη κώμος αντί για τη λέξη ε. (π.χ. «ω Πίσας... άλσος, τον δε κώμον και στεφανηφορίαν δέξαι»). Αργότερα η σημασία της λέξης γενικεύτηκε και αφορούσε κάθε έπαινο, είτε έμμετρο είτε πεζό. Στην αρχαία ελληνική γραμματολογία υπάρχει το ε. του Ευαγόρα που γράφτηκε από τον Ισοκράτη και το Πατρίδος ε. του Λουκιανού, ο οποίος έγραψε και το περίφημο Μυΐας ε., το οποίο μιμήθηκαν πολλοί Λατίνοι και Βυζαντινοί συγγραφείς.Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, και συγκεκριμένα επί βασιλείας του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602), τα διάφορα ε. που ήταν αφιερωμένα σε παρθένες και μάρτυρες επονομάστηκαν μελωδήματατροπάρια. Στα γνωστότερα συγκαταλέγονται το ε. για τους «τρεις εν καμίνω παίδας» του επισκόπου Παφλαγονίας Νικήτα Δαβίδ, το ε. για τη γέννηση του Ιωάννη του Βαπτιστή που έγραψε ο Θεόδωρος Δαφνοπάτης, το ε. για τους αγίους Κοσμά και Δαμιανό που συνέταξε ο επίσκοπος Άργους Πέτρος και το ε. για τον Ευαγγελιστή Μάρκο, το οποίο γράφτηκε από τον Προκόπιο. Το ε. καλλιεργήθηκε επίσης από τους Βυζαντινούς και στο πλαίσιο της κοσμικής λογοτεχνίας. Έτσι υπάρχει το ε. του Ιωάννη Κυριώτη στο μήλο, του Νικηφόρου Βασιλάκη και του Θεοδώρου Γαζή στον σκύλο και του ίδιου του Μιχαήλ Ψελλού στον ψύλλο, στην ψείρα και στον κοριό. Κατά τους νεότερους χρόνους μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε ο τύπος του ευτράπελου ή σατιρικού ε. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των ε. της εποχής κατέχει το περίφημο Μωρίας εγκώμιον (1508) του ουμανιστή Έρασμου, ο οποίος με αυτό άσκησε καυστική κριτική στη διαφθορά του κλήρου και στη θεολογική αμάθεια και στενοκεφαλιά. Αξιομνημόνευτα επίσης ε. έγραψαν ο Γερμανός σοφός Κριστόφ Χέγκεντορφ για τη μέθη, ο Ιταλός φυσικός και μαθηματικός Τζιρόλαμο Καρντάν για τον Νέρωνα, ο Ολλανδός γιατρός Κουλέ για την αρθρίτιδα και ο Βολτέρος για την υποκρισία. Κατά τον 19o αι. κυριάρχησαν τα ε. που αναφέρονται σε ζώα, φυτά, στον καφέ και στο κρασί ή στις χάρες και στα θέλγητρα των γυναικών. Τα τελευταία είναι γραμμένα σε γλώσσα τολμηρή και συχνά άσεμνη και χαρακτηρίζονται από το πνευματώδες ύφος τους και την τεχνική τους αρτιότητα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συνιστά το Ε. των μαστών των γυναικών (1800) του λογίου ιερέα Ντικομάν, που εξυμνεί σε ελευθέριο τόνο τα γυναικεία μέλη.
* * *
το (AM ἐγκώμιον)
έπαινος, επαινετικός λόγος
αρχ.
1. επαινετική ωδή
2. έπαινος για τα έργα κάποιου (σε αντίθεση με τον έπαινο για την αρετή).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκώμιο — το 1. επαινετικό τραγούδι. 2. επαινετικός λόγος ή σύγγραμμα για εξύμνηση των αρετών ή πράξεων κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εγκωμιαστικός — ή, ό (AM ἐγκωμιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν α) εγκώμιο β) είδος ρητορικού λόγου …   Dictionary of Greek

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Λουκίτης ή Λυκίτης, Κωνσταντίνος — (; – 1340). Βυζαντινός λόγιος. Καταγόταν από τη Μακεδονία αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε δάσκαλο τον λόγιο Θεόδωρο Υρτακηνό. Η δράση του συνδέεται κυρίως με το κράτος της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών στο πρώτο μισό του 14ου… …   Dictionary of Greek

  • Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …   Dictionary of Greek

  • άναντα — Ένας από τους κυριότερους μαθητές του Βούδα και πρώτος εξάδελφός του. Ο ίδιος ο Βούδας, λίγο πριν πεθάνει, έπλεξε το εγκώμιο του Ά., λέγοντας γι’ αυτόν ότι ήταν από τους πιο πνευματώδεις συνομιλητές. Ο Ά. εργάστηκε δραστήρια για τη συγκρότηση των …   Dictionary of Greek

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”